ὤμορξα

ὤμορξα
ὀμόργνυμι
wipe
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”